
Σκηνές από επιτυχημένο συνοικέσιο στα Δριμύκλανα
Ακούω ήχον κώδωνος είν’ ώρα για ιστορία
Μα μήπως είναι αυτό ξανά, απλά στη φαντασία;
Ακούω ελικόπτερο νομίζω κατά κει
Μπα τίποτις ιπτάμενοι θα’ναι αναρχικοί
Μα μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη
Ωχ, μπέρδεψα τα ποιήματα, με τάραξε η Διαβάτη
Το ξαναπιάνω απ’την αρχή τώρα που το εβρήκα
Πάντα τα λόγια μου έχανα με αυτήν την πιτσιρίκα
Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, αλλού είναι η ουσία
Γιατί κάτι έγινε μακριά εκεί στην επαρχία
Είναι δυο νιες και συζητούν, μάλλον δυο κουτσομπόλες
Που είναι στην πόλη ξακουστές τολμώ να πω καριόλες
Ακούσατε με προσοχή θα ειπωθούν σπουδαία
Αφού λέει η μια στην άλληνε τα παρακάτω νέα
Άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα
Παντρεύεται η Αγγέλω μας εκεί μακριά στη στράτα
Παντρεύεται η Αγγέλω μας λοιπόν δεν είναι αστείο
Είπε το ναι στο προξενιό με κείνον τον γελοίο
Μα τι θες να κάνει η καψερή βουλώνει και τον παίρνει
Και νιώθει μέσα εις τη ζωή απόκληρη και ξένη
Την πίεσε ο πατέρας της το ναι να πει σε κείνον
Παρόλο που μαγεύεται απ’ άλλο νιο τον Κίτσον
Τον Κίτσο τον αντάμωσε σε ένα στενό δρομάκι
Kαι μόλις τον αντίκρυσε άρχισε το καμάκι
Μα τούτα δεν περνάν εδώ, τι έρωτες και αστεία
Δεν είναι ακόμη ο καιρός για ανεξαρτησία
Ακούει τον πατέρα της έναν τρανό τον Λάμπρο
Έχοντας και τ’όνειρο να πάρει ένα κάμπριο
Της δίνει ένα ραμολί γιατρό για τα μικρόβια
Που είδε την Αγγέλω μας και τ’ κόπηκαν τα πόδια
Ο Λάμπρος δίνει 1000 αρνιά για να την επροικήσει
και δυο γουρούνια τροφαντά το σύμφωνο να κλείσει
Μα κείνος δεν κοιτά τ’ αρνιά μήτε την άλλην προίκα
την παίρνω και ξεβράκωτη τώρα που την εβρήκα
Ο γάμος θέλει να γενεί στου Διόνυσου τα μέρη
να φάνε όλοι και να πιουν να δουν και χοιρομέρι
Μα όποιος φάει κι όποιος πιεί στον τόπο δε θα μείνει
γιατί ο ντόκτορ του μετρά και τη χοληστερίνη
Το μαθε ο Κίτσος κι έγινε μπλαβής απ΄το κακό του
Του πέσε απ’τα χέρια του το δόλιο κινητό του
Οργίζεται, ταράζεται ούλα θα τα εσπάσει
Και πάνω που ‘ταν έτοιμος το Μπρούσκο να θαυμάσει
Πήρε φαλάγγι τα βουνά, τα όρη, τις ραχούλες
Για να ξεχάσει το πόνο του πήγε και με μικρούλες
Έπεσε του θανατά, ζητάει να αποθάνει
Ταβορ και άλλα σχετικά τίποτις δεν τον πιάνει
Φοβάμαι μη γίνει φονικό, καμιά απεργία πείνας
και τώρα που να τρέχουμε μακριά εις τας Αθήνας;
Μεγάλο κακό το οσμίζομαι σύντομα θα ξεσπάσει
Νομίζω και η τρόικα θέλει να το σκεπάσει
Θα πέσει η κυβέρνηση, θα γίνουνε πορείας
και δε θα ψηφίσουν πρόεδρο ούτε δημοκρατίας
Σύρε να πεις του Μανωλιού να τρίξει τις καμπάνες
Να ανάψουμε στη χάρη της καμια κατοστή λαμπάδες
Μπορεί το γάμο ναχουμε αλλά ίσως και κηδεία
Είναι επίφοβος πολύ ο άρρεν σε εφηβεία
Μα αυτή η ιστορία μου φαίνεται σα να’χει ματαγίνει
Μα δε μπορώ να θυμηθώ και πόσο μου τη δίνει
Νομίζω ήτανε παλιά με τον γνωστό Ρωμαίο
Βρε δε σου λέω το μαγαζί μα τον ωραίο νέο
Που γούσταρε ένα παιδί -μου φαίνεται- Ιουλιέτα
Νομίζω ότι κατάφερε να γίνει και οπερέτα
Μα δε μπορώ να θυμηθώ, δεν έχει σημασία
ας σταματήσουμε εδώ να πάω κι εκκλησία
Και την υγειά μας να χουμε και πάλι θα τα πούμε
Βρε δεν σας το λέω γι’ απειλή θα φάμε και θα πιούμε
Κι όταν πλαγιάσετε ξανά στο ωραίο στρωματάκι
Πείτε ξανά να’ ναι καλά και το Μις Φουιτεράκι
Μις Φουίτερ